ληματιάω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limatiao | |Transliteration C=limatiao | ||
|Beta Code=lhmatia/w | |Beta Code=lhmatia/w | ||
|Definition=[[ | |Definition=to [[be high-spirited]], [[varia lectio|v.l.]] in Ar.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:37, 25 August 2023
English (LSJ)
to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.
German (Pape)
[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une volonté forte, énergique, résolue.
Étymologie: λῆμα.
Russian (Dvoretsky)
λημᾰτιάω: (только praes.) быть отважным Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.
Greek Monotonic
λημᾰτιάω: (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λημᾰτιάω, λῆμα
to be high-spirited, resolute, Ar. only in pres.]