ὀξύγοος: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξύγοος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί [[γοερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γοος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γοώ</i>), | |mltxt=[[ὀξύγοος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί [[γοερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γοος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γοώ</i>), [[πρβλ]]. [[αβρόγοος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[οξεία]], τσιριχτή [[φωνή]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀξύγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[οξεία]], τσιριχτή [[φωνή]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.
Greek Monolingual
ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρόγοος].
Greek Monotonic
ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.