ὀρθόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthopous
|Transliteration C=orthopous
|Beta Code=o)rqo/pous
|Beta Code=o)rqo/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[upright on their feet]], ὀ. βαίνοντες ἄνις . . τιθήνης <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>419</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[steep]], ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>985</span> (lyr.); cf. [[ὄρθιος]] ''1'', [[Ὀρθόπαγον]].</span>
|Definition=ὁ, ἡ, ὀρθόπουν, τό, gen. ποδος,<br><span class="bld">A</span> [[upright on their feet]], ὀ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Nic.''Al.''419.<br><span class="bld">II</span> [[steep]], ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.''Ant.''985 (lyr.); cf. [[ὄρθιος]] ''1'', [[Ὀρθόπαγον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπους Medium diacritics: ὀρθόπους Low diacritics: ορθόπους Capitals: ΟΡΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: orthópous Transliteration B: orthopous Transliteration C: orthopous Beta Code: o)rqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὀρθόπουν, τό, gen. ποδος,
A upright on their feet, ὀ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Nic.Al.419.
II steep, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.Ant.985 (lyr.); cf. ὄρθιος 1, Ὀρθόπαγον.

German (Pape)

[Seite 375] ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
où l'on se tient droit, ferme.
Étymologie: ὀρθός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπους: 2, gen. ποδος крутой (πάγος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. ἀνωφερής, ἀπόκρημνος, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. ὄρθιος Ι, ὀρθόπαγον.

Greek Monolingual

ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].

Greek Monotonic

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
I. αυτός που έχει ίσα πόδια.
II. λέγεται για λόφο, ανηφορικός, απόκρημνος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀρθό-πους,
I. with straight feet:
II. of a hill, steep, Soph.