ἁλωνία: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἁλωνία, ἐκτιναγμός" to "ἁλωνία") |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[threshing]]=== | |trtx====[[threshing]]=== | ||
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]]; Ancient Greek: [[ἁλοατός]], [[ἀλόησις]], [[ἀλοησμός]], [[ἀλοητός]], [[ἀλοίησις]], [[ἀλώησις]], [[ἁλωισμός]], [[ἁλωνία | Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]]; Ancient Greek: [[ἁλοατός]], [[ἀλόησις]], [[ἀλοησμός]], [[ἀλοητός]], [[ἀλοίησις]], [[ἀλώησις]], [[ἁλωισμός]], [[ἁλωνία]], [[ῥαβδισμός]]; Italian: [[trebbiatura]]; Russian: [[молотьба]]; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 19 January 2023
English (LSJ)
ἡ, A = ἅλως, threshing-floor, Ath.12.524a, CPR73.20(ii A.D.), Sch.Nic.Th.541:—written ἁλωνεία, ἡ, Sch.Il.5.499, BGU 663 (iii A.D.). II grain on threshing-floor, PRyl.442.4 (iii A.D.), POxy.1107.3 (v/vi A.D.). III = ἅλως 11.2, Sch.Nic. Th.166.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἁλωνιεία PTeb.727.21, 25 (II a.C.), ἁλωνεία BGU 663.8 (III d.C.)
I 1era Heraclid.Pont.50, CPR 1.73.20 (II d.C.), Sch.Nic.Th.541, PSakaon 67.9 (IV d.C.).
2 parva, PTeb.ll.cc., PMil.Vogl.253.20 (II d.C.), PRyl.442.4 (III d.C.), PCair.Isidor.65.5, 66.4, 67.6, 124.7 (III d.C.), PMerton 91.13, 14 (IV d.C.), PCair.Isidor.74.12 (IV d.C.), SB 9690.10 (IV d.C.), POxy.1107.3 (V/VI d.C.).
3 trilla, PHarris 81.3 (VI d.C.), POxy.1976.19 (VI d.C.).
II halo Sch.Nic.Th.166.
• Etimología: Cf. ἅλως.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ, die Tenne, Ath. XII, 524 a; Sp.; zur Erkl. von ἀλωή bei den alten Lexikogr. gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνία: ἡ, = ἅλως, τὸ ἁλώνιον, Ἀθήν. 524Α.
Greek Monolingual
η
1. ποσότητα δημητριακών αρκετή για ένα αλώνισμα
2. ποσότητα καρπών, που απλώνεται σε αλώνι για αποξήρανση
3. ο καρπός που αλωνίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη σύνδεση της λ. με το αρχ. ἁλωνία.