εὐρυχαδής: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυχαδής]], -ές (Α)<br />(για [[ποτήρι]]) με πλατύ [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαδής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>- ([[πρβλ]]. <i>έχαδ</i>-<i>ον</i>) του [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]» ([[πρβλ]]. <i>εγ</i>-<i>χαδής</i>)].
|mltxt=[[εὐρυχαδής]], -ές (Α)<br />(για [[ποτήρι]]) με πλατύ [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαδής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>- ([[πρβλ]]. [[έχαδον]]) του [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]» ([[πρβλ]]. [[εγχαδής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠχᾰδής Medium diacritics: εὐρυχαδής Low diacritics: ευρυχαδής Capitals: ΕΥΡΥΧΑΔΗΣ
Transliteration A: eurychadḗs Transliteration B: eurychadēs Transliteration C: evrychadis Beta Code: eu)ruxadh/s

English (LSJ)

ές, (χανδάνω) wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Öffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠχᾰδής: χανδάνω широко разверстый, т. е. вместительный, емкий (ποτήριον Luc.; κύλιξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.

Greek Monolingual

εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγχαδής)].

Greek Monotonic

εὐρυχᾰδής: -ές (χαδεῖν), πλατύστομος, λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐρυχᾰδής, ές χαδεῖν
wide-mouthed, of cups, Anth.