πολιορκώ: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πολιορκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])].
|mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[πολιορκοῦμαι]], [[πολιορκέομαι]]<br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 09:21, 16 April 2023

Greek Monolingual

πολιορκῶ, πολιορκέω, ΝΜΑ
1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.)
2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά
νεοελλ.
περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση του
αρχ.
παθ. πολιορκοῦμαι, πολιορκέομαι
α) (για πλοίο) υφίσταμαι αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)
β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από πρόχωμα
γ) περιέρχομαι ή βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», Πλάτ.)
δ) υφίσταμαι απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ορκῶ μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιορκος (< πόλις + -ορκος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα -ορκ- της λ. ἕρκος «φραγμός», πρβλ. ορκάνη)].

Translations

besiege

Arabic: حاصر‎; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: belegeren; Finnish: piirittää, motittaa; French: assiéger; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: belagern, einkesseln, umzingeln, umstellen; Greek: πολιορκώ; Ancient Greek: πολιορκέω; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: assediare; Latin: obsideo; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: cercar, sitiar, assediar; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: осаждать, осадить; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: asediar, sitiar, poner sitio; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати