μίσεργος: Difference between revisions
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misergos | |Transliteration C=misergos | ||
|Beta Code=mi/sergos | |Beta Code=mi/sergos | ||
|Definition= | |Definition=μίσεργον, [[hating work]], [[lazy]], Poll.6.172. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
μίσεργον, hating work, lazy, Poll.6.172.
German (Pape)
[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.
Greek (Liddell-Scott)
μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.
Greek Monolingual
μίσεργος, -ον (Α)
αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλεργος].