Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειροπέδη: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiropedi
|Transliteration C=cheiropedi
|Beta Code=xeirope/dh
|Beta Code=xeirope/dh
|Definition=ἡ, [[handcuff]], IG22.1424a274, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>782</span> (a).<span class="bibl">13</span> (iii B.C.), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>149(150).8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Si.</span>21.19</span>, al., <span class="bibl">D.S.20.13</span>, <span class="bibl">Poll.2.152</span>, etc.
|Definition=ἡ, [[handcuff]], IG22.1424a274, ''PCair.Zen.''782 (a).13 (iii B.C.), [[LXX]] ''Ps.''149(150).8, ''Si.''21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροπέδη Medium diacritics: χειροπέδη Low diacritics: χειροπέδη Capitals: ΧΕΙΡΟΠΕΔΗ
Transliteration A: cheiropédē Transliteration B: cheiropedē Transliteration C: cheiropedi Beta Code: xeirope/dh

English (LSJ)

ἡ, handcuff, IG22.1424a274, PCair.Zen.782 (a).13 (iii B.C.), LXX Ps.149(150).8, Si.21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menottes.
Étymologie: χείρ, πέδη.

Russian (Dvoretsky)

χειροπέδη:ручные оковы Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπέδη: δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α
συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι
συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «του πέρασαν αμέσως χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῑς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].