φρενοπληγής: Difference between revisions
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frenopligis | |Transliteration C=frenopligis | ||
|Beta Code=frenoplhgh/s | |Beta Code=frenoplhgh/s | ||
|Definition= | |Definition=φρενοπληγές, [[striking the mind]], i.e. [[driving mad]], [[maddening]], A.''Pr.''878 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει τις [[φρένες]], που οδηγεί σε [[φρενοπληξία]] («φρενοπληγεῖς μανίαι», <b>Αισχύλ.</b>) | |mltxt=-ες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που πλήττει τις [[φρένες]], που οδηγεί σε [[φρενοπληξία]] («φρενοπληγεῖς μανίαι», <b>Αισχύλ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πληγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[ἡμιπληγής]], [[θεοπληγής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
φρενοπληγές, striking the mind, i.e. driving mad, maddening, A.Pr.878 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, die Seele mit Wahnsinn schlagend, wahnsinnig machend, μανίαι, Aesch. Prom. 880.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe l'esprit.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
φρενοπληγής: с ума сводящий (μανίαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φρενοπληγής: -ές, ὁ πλήττων τὰς φρένας, ἄγων εἰς παραφροσύνην, φρενοπληγεῖς μανίαι Αἰσχύλ. Πρ. 879. ― Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
Greek Monolingual
-ες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῖς μανίαι», Αισχύλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμιπληγής, θεοπληγής].
Greek Monotonic
φρενοπληγής: -ές (πλήσσω), αυτός που πλήττει το μυαλό, δηλ. που οδηγεί στην τρέλα, στην παραφροσύνη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φρενο-πληγής, ές πλήσσω
striking the mind, i. e. driving mad, maddening, Aesch.