ὑπέρωρος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoros | |Transliteration C=yperoros | ||
|Beta Code=u(pe/rwros | |Beta Code=u(pe/rwros | ||
|Definition= | |Definition=ὑπέρωρον, [[over-ripe]], Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.''Or.''13.165c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπέρωρον, over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.
German (Pape)
[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.
Greek Monolingual
-ον, Α
υπερώριμος, παραγινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξωρος, πρόωρος].