πάρηβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parivos
|Transliteration C=parivos
|Beta Code=pa/rhbos
|Beta Code=pa/rhbos
|Definition=ον, (ἥβη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[past one's prime]], APl.4.289. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[past boyhood]], <span class="bibl">Ph.2.59</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[πάρηβον]], [[τό]], an Indian wood said to have magnetic properties, [[peepul]], [[Ficus religiosa]], Ctes. ap. <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>17</span>.</span>
|Definition=πάρηβον, ([[ἥβη]])<br><span class="bld">A</span> [[past one's prime]], APl.4.289.<br><span class="bld">2</span> [[past boyhood]], Ph.2.59.<br><span class="bld">II</span> [[πάρηβον]], τό, an Indian wood said to have magnetic properties, [[peepul]], [[Ficus religiosa]], Ctes. ap. Apollon.''Mir.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρηβος Medium diacritics: πάρηβος Low diacritics: πάρηβος Capitals: ΠΑΡΗΒΟΣ
Transliteration A: párēbos Transliteration B: parēbos Transliteration C: parivos Beta Code: pa/rhbos

English (LSJ)

πάρηβον, (ἥβη)
A past one's prime, APl.4.289.
2 past boyhood, Ph.2.59.
II πάρηβον, τό, an Indian wood said to have magnetic properties, peepul, Ficus religiosa, Ctes. ap. Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 520] über die Jugendblüthe, über das kräftigste Mannesalter hinaus, verblüht, πάρηβα Κάδμου χορεύματα, Ep. ad. 353 (Plan. 289).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'est plus dans la fleur de l'âge;
2 qui est dans la fleur de l'âge.
Étymologie: παρά, ἥβη.

Greek (Liddell-Scott)

πάρηβος: -ον, (ἥβη) ὁ παρελθὼν τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, Ἀνθ. Πλαν. 289· ― ὁ ὑπερβὰς τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, ἔφηβος, Φίλων 2. 59.

Greek Monolingual

-η, -ο / πάρηβος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που πέρασε τον καιρό της ήβης, της νιότης και άρχισε να γερνά
2. αυτός που πέρασε τον καιρό της ακμής του και άρχισε να παρακμάζει
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον
(στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφηβος].

Greek Monotonic

πάρηβος: -ον (ἤβη), αυτός που έχει περάσει τη νεότητά του, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάρ-ηβος, ον, [ἥβη]
past one's prime, Anth.