πονηρόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ponirofthalmos | |Transliteration C=ponirofthalmos | ||
|Beta Code=ponhro/fqalmos | |Beta Code=ponhro/fqalmos | ||
|Definition= | |Definition=πονηρόφθαλμον, [[with evil]] (i.e. envious) eye, Al.''Pr.''23.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πονηρόφθαλμον, with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.
German (Pape)
[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερόφθαλμος].