πηνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α<br />(ως επίθ. της Αθηνάς) η [[υφάντρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πήνη]] «[[μίτος]], [[υφάδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ( | |mltxt=και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α<br />(ως επίθ. της Αθηνάς) η [[υφάντρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πήνη]] «[[μίτος]], [[υφάδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[Μαχανίτις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, the weaver, i. e. Athena, Ael.NA6.57; Dor. dat. Πᾱνίτιδι cj. Mein. for -άτιδι in AP6.289 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
tisseuse (Athéna).
Étymologie: πήνη.
Russian (Dvoretsky)
πηνῖτις: дор. πᾱνῖτις, ῐδος ἡ пряха Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πηνῖτις: -ιδος, ἡ ὑφάντρια, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 57 Δωρ. πανίτιδα ἐν Ἀνθ. Π. 6. 289, ― ἔνθα κακῶς πανάτιδι.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α
(ως επίθ. της Αθηνάς) η υφάντρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήνη «μίτος, υφάδι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Μαχανίτις)].