Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράγναθος: Difference between revisions

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetragnathos
|Transliteration C=tetragnathos
|Beta Code=tetra/gnaqos
|Beta Code=tetra/gnaqos
|Definition=ον, [[with four jaws]], φαλάγγια <span class="bibl">Str.16.4.12</span>, cf. <span class="bibl">Agatharch.59</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.40</span>.
|Definition=τετράγναθον, [[with four jaws]], φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.''NA''17.40.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγνᾰθος Medium diacritics: τετράγναθος Low diacritics: τετράγναθος Capitals: ΤΕΤΡΑΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: tetrágnathos Transliteration B: tetragnathos Transliteration C: tetragnathos Beta Code: tetra/gnaqos

English (LSJ)

τετράγναθον, with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d'araignée venimeuse.
Étymologie: τέσσαρες, γνάθος.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράγναθος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις γνάθους
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράγναθος
γένος αραχνών που απαντούν σε υγρές περιοχές, ιδίως κοντά σε ρυάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γνάθος «σαγόνι» (πρβλ. πολύγναθος). Η λ., ως επιοτημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tetragnatha].