χρύσοφρυς: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysofrys
|Transliteration C=chrysofrys
|Beta Code=xru/sofrus
|Beta Code=xru/sofrus
|Definition=[χρῡ], υος, ὁ, a sea-[[fish]] [[with a golden spot over each eye]], [[gilt-head]], [[Sparus aurata]], Epich.51, Eup.150, Archipp.18, Arist. ''HA''598a10, ''PSI''7.862.6 (iii B. C.), Ptol.Euerg.1J.; written [[χρύσοφος]] in Cyran.44, ''Gloss.''
|Definition=[χρῡ], υος, ὁ, a sea-[[fish]] [[with a golden spot over each eye]], [[gilt-head]], [[Sparus aurata]], Epich.51, Eup.150, Archipp.18, Arist. ''HA''598a10, ''PSI''7.862.6 (iii B. C.), Ptol.Euerg.1J.; written [[χρύσοφος]] in Cyran.44, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρύσοφρῠς Medium diacritics: χρύσοφρυς Low diacritics: χρύσοφρυς Capitals: ΧΡΥΣΟΦΡΥΣ
Transliteration A: chrýsophrys Transliteration B: chrysophrys Transliteration C: chrysofrys Beta Code: xru/sofrus

English (LSJ)

[χρῡ], υος, ὁ, a sea-fish with a golden spot over each eye, gilt-head, Sparus aurata, Epich.51, Eup.150, Archipp.18, Arist. HA598a10, PSI7.862.6 (iii B. C.), Ptol.Euerg.1J.; written χρύσοφος in Cyran.44, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1382] υος, mit goldenen Augenbrauen; ὁ χρύσοφρυς, ein Meerfisch mit einem goldenen Flecke über jedem Auge, Epicharm. bei Ath. 304 c u. öfter, Ael. H. A. 18, 28. 16. 2, Luc. Pisc. 48.

Russian (Dvoretsky)

χρύσοφρῠς: υος (ρῡ) ὁ «златобровка» (рыба) Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσοφρῠς: -υος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς διὰ τὸν περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς χρυσοῦν μηνίσκον, Sparus aurata, Ἐπίχαρ. 40 Ahr.· ὀκτὼ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 14· ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3 κἑξ.· - νῦν ὀνομάζεται «τσιπποῦρα», ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 106.

Greek Monolingual

-όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων της οικογένειας σπαρίδες
αρχ.
είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούραὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν-οφρυς. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysophrys].