τριοπίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τριόφθαλμος]]<br />[[εἶναι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι<br />καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τριοττίς]] κατ' [[επίδραση]] του θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]], αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τριόφθαλμος]]<br />[[εἶναι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι<br />καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τριοττίς]] κατ' [[επίδραση]] του θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]], αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ,<br><b class="num">1</b> fem. von τριόπης, <i>[[dreiäugig]]</i>, von einem [[Geschmeide]] mit drei [[Bommeln]], Poll. 5.98.<br><b class="num">2</b> = [[τριοττίς]], <i>Vetera Lexica</i>.
|ptext=ἡ,<br><b class="num">1</b> fem. von τριόπης, <i>[[dreiäugig]]</i>, von einem [[Geschmeide]] mit drei [[Bommeln]], Poll. 5.98.<br><b class="num">2</b> = [[τριοττίς]], <i>Vetera Lexica</i>.
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοπίς Medium diacritics: τριοπίς Low diacritics: τριοπίς Capitals: ΤΡΙΟΠΙΣ
Transliteration A: triopís Transliteration B: triopis Transliteration C: triopis Beta Code: triopi/s

English (LSJ)

A v. τριοττίς.
II = ὄρνεόν τι, Phot. (s.v.l.); ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοπίς: ἴδε τριοττίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος
εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι
καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ' επίδραση του θ. οπ- του ὄπωπα, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.].

German (Pape)

ἡ,
1 fem. von τριόπης, dreiäugig, von einem Geschmeide mit drei Bommeln, Poll. 5.98.
2τριοττίς, Vetera Lexica.