κεραυνομάχης: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχης" to "Full diacritics=$1μᾰ́χης")
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κεραυνομάχης
|Full diacritics=κεραυνομᾰ́χης
|Medium diacritics=κεραυνομάχης
|Medium diacritics=κεραυνομάχης
|Low diacritics=κεραυνομάχης
|Low diacritics=κεραυνομάχης

Revision as of 16:16, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομᾰ́χης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. κεραυνομάχας, ὁ, fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Russian (Dvoretsky)

κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντομάχης, οπλομάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.

Middle Liddell

κεραυνο-μάχης, ου,
fighting with thunder, Anth.