κεραυνομάχης: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχης" to "Full diacritics=$1μᾰ́χης") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κεραυνομᾰ́χης | ||
|Medium diacritics=κεραυνομάχης | |Medium diacritics=κεραυνομάχης | ||
|Low diacritics=κεραυνομάχης | |Low diacritics=κεραυνομάχης |
Revision as of 16:16, 4 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. κεραυνομάχας, ὁ, fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.
Greek Monolingual
κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντομάχης, οπλομάχης].
Greek Monotonic
κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.