γλωχίν: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γλωχίς (-ίνος), η (Α [[γλωχίν]] και γλωχίς, - | |mltxt=και γλωχίς (-ίνος), η (Α [[γλωχίν]] και γλωχίς, -ῖνος) [[γλωξ]]<br /><b>1.</b> αιχμημό [[άκρο]], [[μύτη]]<br /><b>2.</b> το τριγωνικό [[άκρο]] του λουριού της [[σέλας]] ή του σαμαριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρίγωνο]] ινώδες [[πέταλο]] (στις βαλβίδες της καρδιάς)·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> πυθαγόρεια [[ονομασία]] γωνίας<br /><b>3.</b> η [[άκρη]] του κόσμου. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:28, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ] or γλωχίς (cf. Hdn.Gr.2.431, 437), ἡ, gen. ῖνος:—
A projecting point: hence,
1 end of the yoke-strap, Il.24.274.
2 barb of an arrow, S.Tr.681, cf. Sch.adloc., Gal.5.548; point of a penknife, AP6.63 (Damoch.); τριαίνης Nonn. D. 36.111; κεραίας ib. 1.193; of the moon's horns, ib.40.314.
3 Pythagorean name for an angle, Hero*Deff.15.
4 extremity, πυμάτη γ. D.P.184; inlet, θαλάττης γ. Agath.5.22.
5 stigma of saffron, Gp.11.261.
Greek Monolingual
και γλωχίς (-ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, -ῖνος) γλωξ
1. αιχμημό άκρο, μύτη
2. το τριγωνικό άκρο του λουριού της σέλας ή του σαμαριού
νεοελλ.
τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες της καρδιάς)·
Greek Monotonic
γλωχίν: [ῑ] ή γλωχίς, ἡ, γεν. -ῖνος, κάθε προεξέχον σημείο, «μύτη»,
1. η απόληξη του λουριού του ζυγού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η «μύτη», η αιχμή του βέλους, σε Σοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
German (Pape)
und γλωχίς, ῖνος, ἡ, die Spitze; entstanden aus ΓΛΩΧίΝΣ, verwandt γλῶχες, γλῶσσα; Hom. einmal, Il. 24.274 ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν, vom äußersten herabhängenden Ende des Jochriemens (vgl. γλῶσσα z. E.); Pfeilspitze, Soph. Tr. 678; σιδήρου Damoch. 2 (VI.63); τριαίνης Nonn. D. 36.111; κεραίης 1.193; öfter bei sp.D.; bei den Pythagoräern nach Hero def. geom., der Winkel; vom äußersten Winkel der Erde Dion.Per. 184.
Russian (Dvoretsky)
γλωχίν: ῖνος ἡ = γλωχίς.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
any projecting point, hence,
1. the end of the yoke-strap, Il.
2. the point of an arrow, Soph., Anth.