σημειώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simeiodis
|Transliteration C=simeiodis
|Beta Code=shmeiw/dhs
|Beta Code=shmeiw/dhs
|Definition=σημειώδες,<br><span class="bld">A</span> [[remarkable]], [[conspicuous]], Str.8.1.3 (Sup.); of language, [[peculiar]], [[singular]], ὀνόματα D.H.''Isoc.''2.<br><span class="bld">II</span> [[significant]] of something to come, ἅλῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''373a30, cf. [[Theophrastus]] ''Vent.''35; <b class="b3">τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ.</b> Arist. ''Div.Somn.''462b15, cf. Phld.''Sign.''19, Plu.2.286b. Adv. [[σημειωδῶς]] = [[remarkably]], Str.16.2.28.
|Definition=σημειῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[remarkable]], [[conspicuous]], Str.8.1.3 (Sup.); of language, [[peculiar]], [[singular]], ὀνόματα D.H.''Isoc.''2.<br><span class="bld">II</span> [[significant]] of something to come, ἅλῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''373a30, cf. [[Theophrastus]] ''Vent.''35; <b class="b3">τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ.</b> Arist. ''Div.Somn.''462b15, cf. Phld.''Sign.''19, Plu.2.286b. Adv. [[σημειωδῶς]] = [[remarkably]], Str.16.2.28.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειώδης Medium diacritics: σημειώδης Low diacritics: σημειώδης Capitals: ΣΗΜΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: sēmeiṓdēs Transliteration B: sēmeiōdēs Transliteration C: simeiodis Beta Code: shmeiw/dhs

English (LSJ)

σημειῶδες,
A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2.
II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Theophrastus Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. σημειωδῶς = remarkably, Str.16.2.28.

German (Pape)

[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d'attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

σημειώδης:
1 являющийся предвестником, предвещающий (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);
2 пророческий, вещий (ἡ ὄψις τῶν γυπῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σημεῖον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.

Greek Monotonic

σημειώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σε Στράβ.

Middle Liddell

σημει-ώδης, ες εἶδος
marked, remarkable, Strab.