ὑψιπετής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsipetis
|Transliteration C=ypsipetis
|Beta Code=u(yipeth/s
|Beta Code=u(yipeth/s
|Definition=ὑψιπετές, ([[πίπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[fallen from heaven]], Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.<br><span class="bld">2</span> [[lofty]], ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.''Hec.''1101 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> v. [[ὑψιπέτης]] fin.
|Definition=ὑψιπετές, ([[πίπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[fallen from heaven]], Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.<br><span class="bld">2</span> [[lofty]], ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1101 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> v. [[ὑψιπέτης]] fin.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:48, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετής Medium diacritics: ὑψιπετής Low diacritics: υψιπετής Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipetḗs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipeth/s

English (LSJ)

ὑψιπετές, (πίπτω)
A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.
2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.).
3 v. ὑψιπέτης fin.

German (Pape)

ές, aus der Höhe od. vom Himmel gefallen.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπετής: находящийся в вышине, горний (οὐράνιον μέλαθρον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.

Greek Monolingual

ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].
-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·

Mantoulidis Etymological

(=οὐρανοκατέβατος). Ἀπό τό ὕψι + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.