ἱστιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἱστιορράφος
|Full diacritics=ἱστιορρᾰ́φος
|Medium diacritics=ἱστιορράφος
|Medium diacritics=ἱστιορράφος
|Low diacritics=ιστιορράφος
|Low diacritics=ιστιορράφος
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.
|elrutext='''ἱστιορράφος:''' (ᾰ) ὁ досл. [[парусный мастер]], [[парусник]], ирон. [[мошенник]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:46, 21 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστιορρᾰ́φος Medium diacritics: ἱστιορράφος Low diacritics: ιστιορράφος Capitals: ΙΣΤΙΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: histiorráphos Transliteration B: histiorraphos Transliteration C: istiorrafos Beta Code: i(stiorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)
A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160.
2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.

German (Pape)

Segel schneidernd, Ar. Thesm. 935, komisch von einem Weber, der zugleich ein Aufschneider und Betrüger ist.

Russian (Dvoretsky)

ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανορράφος, νευρορράφος].