σημειωτέος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simeioteos
|Transliteration C=simeioteos
|Beta Code=shmeiwte/os
|Beta Code=shmeiwte/os
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be noted]] as an exception, A.D.''Pron.''54.14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[σημειωτέον]], [[one must note]], Sor.2.8, Sch.Ar.''Av.''417, etc.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be noted]] as an exception, A.D.''Pron.''54.14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[σημειωτέον]], [[one must note]], Sor.2.8, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''417, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:59, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειωτέος Medium diacritics: σημειωτέος Low diacritics: σημειωτέος Capitals: ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΣ
Transliteration A: sēmeiōtéos Transliteration B: sēmeiōteos Transliteration C: simeioteos Beta Code: shmeiwte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.
2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.

German (Pape)

[Seite 875] zu bezeichnen, zu bemerken.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σημειωτέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πρέπει να σημειωθεί
νεοελλ.
1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση»)
2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, -ώνω + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. διαιρετέος)].