ἀπορράπτω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporrapto | |Transliteration C=aporrapto | ||
|Beta Code=a)porra/ptw | |Beta Code=a)porra/ptw | ||
|Definition=[[sew up again]], τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671. | |Definition=[[sew up again]], τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα [[Herodotus|Hdt.]]1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
sew up again, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.
Spanish (DGE)
coser de nuevo, suturar τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a
•fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476.
French (Bailly abrégé)
recoudre ; fig. ἀ. τινὸς στόμα ESCHN fermer la bouche à qqn.
Étymologie: ἀπό, ῥάπτω.
German (Pape)
zunähen, Her. 1.123; übertragen, στόμα, zustopfen, Aesch. 2.21; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορράπτω:
1 (вновь), зашивать (τι Her., Plut.);
2 перен. затыкать (στόμα τινός Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω πάλιν, λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε βιβλίον... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· ῥάπτω τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., κλείω, τὸ στόμα τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476.
Greek Monolingual
ἀπορράπτω (Α)
1. ράβω ξανά
2. ράβω
3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω
4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.
Greek Monotonic
ἀπορράπτω: μέλ. -ψω, ξαναράβω, ράβω εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Middle Liddell
to sew up again, Hdt., Aeschin.