ἀπερίοπτος: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc.
|mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[negligens]]'', [[negligent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.41.3/ 1.41.3].
}}
}}

Revision as of 11:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίοπτος Medium diacritics: ἀπερίοπτος Low diacritics: απερίοπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aperíoptos Transliteration B: aperioptos Transliteration C: aperioptos Beta Code: a)peri/optos

English (LSJ)

ἀπερίοπτον, unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv. ἀπεριόπτως Poll.3.117.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.

German (Pape)

[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: , περιόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.

Greek Monolingual

ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.

Greek Monotonic

ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.

Middle Liddell

[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.

Lexicon Thucydideum

negligens, negligent, 1.41.3.