ῥιζόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rizofyllos | |Transliteration C=rizofyllos | ||
|Beta Code=r(izo/fullos | |Beta Code=r(izo/fullos | ||
|Definition=ῥιζόφυλλον, [[with leaves from the root]], [[Theophrastus]] ''HP''6.4.9, 7.11.3. | |Definition=ῥιζόφυλλον, [[with leaves from the root]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''6.4.9, 7.11.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:23, 1 November 2024
English (LSJ)
ῥιζόφυλλον, with leaves from the root, Thphr. HP6.4.9, 7.11.3.
German (Pape)
[Seite 843] mit Blättern an, von der Wurzel, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόφυλλος: -ον, ὁ φύων φύλλα ἀπὸ τῆς ῥίζης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος].