ὀλιγόσιτος: Difference between revisions
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligositos | |Transliteration C=oligositos | ||
|Beta Code=o)ligo/sitos | |Beta Code=o)ligo/sitos | ||
|Definition=ὀλιγόσιτον, [[eating little]] or [[moderately]], Pherecr.1, Phryn.Com.23. | |Definition=ὀλιγόσιτον, [[eating little]] or [[eating moderately]], Pherecr.1, Phryn.Com.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:07, 17 October 2024
English (LSJ)
ὀλιγόσιτον, eating little or eating moderately, Pherecr.1, Phryn.Com.23.
German (Pape)
[Seite 322] wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange peu, sobre, frugal.
Étymologie: ὀλίγος, σῖτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον ἢ μετρίως, Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 1, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 5. - ὀλῐγοσῑτέω, τρώγω ὀλίγον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769 - ὀλῐγοσῑτία, ἡ, τὸ ἐσθίειν ὀλίγον, ἐγκράτεια περὶ τὴν τροφήν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 10, 9, Προβλ. 1. 39.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγόσιτος, -ον)
αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομόσιτος].
Greek Monotonic
ὀλῐγόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει λίγο, λιγόφαγος.