κτιστύς: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktistys | |Transliteration C=ktistys | ||
|Beta Code=ktistu/s | |Beta Code=ktistu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[κτίσις]], Hdt.9.97. | |Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[κτίσις]], [[Herodotus|Hdt.]]9.97. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:08, 4 September 2023
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.
German (Pape)
[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.
Russian (Dvoretsky)
κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.
Greek Monolingual
κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελαστύς, κρεμβολιαστύς)].
Greek Monotonic
κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).