χλίδημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlidima
|Transliteration C=chlidima
|Beta Code=xli/dhma
|Beta Code=xli/dhma
|Definition=-ατος, τό, = [[χλιδή]], E.''IA''74.
|Definition=-ατος, τό, = [[χλιδή]], [[luxury]], E.''IA''74.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 15:39, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδημα Medium diacritics: χλίδημα Low diacritics: χλίδημα Capitals: ΧΛΙΔΗΜΑ
Transliteration A: chlídēma Transliteration B: chlidēma Transliteration C: chlidima Beta Code: xli/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, = χλιδή, luxury, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Russian (Dvoretsky)

χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.

Middle Liddell

χλίδημα, ατος, τό, = χλιδή, Eur.]