σκυλακεύω: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[εκτρέφω]] σκυλάκια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] μικρά [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> [[ζευγαρώνω]] σκύλους για την [[αναπαραγωγή]] του είδους<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκυλακεύομαι</i><br />α) θηλάζομαι («τοὺς | |mltxt=Α [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[εκτρέφω]] σκυλάκια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] μικρά [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> [[ζευγαρώνω]] σκύλους για την [[αναπαραγωγή]] του είδους<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκυλακεύομαι</i><br />α) θηλάζομαι («τοὺς παῖδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.)<br />β) γυμνάζομαι από μικρή [[ηλικία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:49, 6 February 2024
English (LSJ)
pair dogs for breeding, c. acc., X.Cyn.7.1, Arr. Cyn.31.3:—Pass., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι to be suckled by a showolf, Str.5.3.2; to be trained from puppyhood (cf. πωλεύεσθαι, παιδεύεσθαι), Max.Tyr.1.1.
German (Pape)
[Seite 907] Hunde sich paaren, begatten lassen; c. acc., Xen. Cyn. 7, 1; Poll. 5, 51 erkl. ἐμπιπλάναι σκυλάκων καὶ ὀχεύειν; überh. Hunde ziehen, halten, pflegen; – ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευόμενος, von einer Wölfinn gesäugt, Strab. 5, 3, 2.
French (Bailly abrégé)
1 accoupler de jeunes chiens, ou des chiens en gén.
2 élever de jeunes chiens, ou des chiens en gén. ; p. ext. nourrir, particul. allaiter.
Étymologie: σκύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλᾰκεύω: (о собаках) случать (τὰς κύνας Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλᾰκεύω: (σκύλαξ) ζευγαρώνω κύνας πρὸς ἀπόκτησιν σκυλάκων, μετ’ αἰτ., Ξεν. Κυν. 7, 1. Ἀρρ. Κυν. 31, 3. - Παθ., ὑπὸ λυκαίνης σκυλακεύεσθαι, θηλάζομαι ὑπὸ λυκαίνης, Στράβ. 299.
Greek Monolingual
Α σκύλαξ, -ακος]
1. εκτρέφω σκυλάκια
2. ανατρέφω μικρά παιδιά
3. ζευγαρώνω σκύλους για την αναπαραγωγή του είδους
4. παθ. σκυλακεύομαι
α) θηλάζομαι («τοὺς παῖδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.)
β) γυμνάζομαι από μικρή ηλικία.
Greek Monotonic
σκῠλᾰκεύω: μέλ. -σω (σκύλαξ),·
I. ζευγαρώνω σκύλους για αναπαραγωγή, εκτρέφω σκυλιά, σε Ξεν.
II. Παθ., θηλάζομαι, βυζαίνω, σε Στράβ.
Middle Liddell
σκῠλᾰκεύω, fut. -σω σκύλαξ
I. to pair dogs for breeding, Xen.
II. Pass. to be suckled, Strab.