Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithodis
|Transliteration C=lithodis
|Beta Code=liqw/dhs
|Beta Code=liqw/dhs
|Definition=λιθῶδες, [[like stone]], [[stony]], γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.''Eq.''4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.''HA''590b23; [[πεδίον]] (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.''GA''783a31: metaph., <b class="b3">λ. [κέαρ]</b> Pl.''Tht.''194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.''Mag.''3.61. Adv. [[λιθωδῶς]], [[ὅσα]] (''[[sc.]]'' [[ὕδατα]]) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.''Fr.''66.16.
|Definition=λιθῶδες, [[like stone]], [[stony]], γῆ [[Herodotus|Hdt.]]4.23; ὁδός X.''Eq.''4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.''HA''590b23; [[πεδίον]] (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.''GA''783a31: metaph., <b class="b3">λ. [κέαρ]</b> Pl.''Tht.''194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.''Mag.''3.61. Adv. [[λιθωδῶς]], [[ὅσα]] (''[[sc.]]'' [[ὕδατα]]) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.''Fr.''66.16.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθώδης Medium diacritics: λιθώδης Low diacritics: λιθώδης Capitals: ΛΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: lithṓdēs Transliteration B: lithōdēs Transliteration C: lithodis Beta Code: liqw/dhs

English (LSJ)

λιθῶδες, like stone, stony, γῆ Hdt.4.23; ὁδός X.Eq.4.4; τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA590b23; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: Comp., of plants, Arist.GA783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht.194e; Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61. Adv. λιθωδῶς, ὅσα (sc. ὕδατα) προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16.

German (Pape)

[Seite 46] ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
pierreux.
Étymologie: λίθος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

λῐθώδης:
1 каменистый (γῆ Her.; ὁδός Xen.);
2 подобный камню (κέαρ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθώδης: -ες, ὡς τὸ λιθοειδής, ὅμοιος πρὸς λίθον, πλήρης λίθων, πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 4. 23· ὁδὸς Ξεν. Ἱππ. 4, 4· τόποι τραχεῖς καὶ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20, κτλ.· μεταφορ., λ. κέαρ Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε· τῆς Νιόβης λιθωδέστερος Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτ. 3. 61. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀέτ.

Greek Monolingual

-ες (AM λιθώδης, -ῶδες) λίθος
1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.)
2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῖς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.)
μσν.
μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος.
επίρρ...
λιθωδῶς (Α)
όπως οι πέτρες.

Greek Monotonic

λῐθώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίθο, πετρώδης, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

λῐθώ-δης, ες εἶδος
like stone, stony, Hdt., Xen.