νεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-κτιστος, ον [[κτίζω]]<br />[[newly]] founded or built, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=νεό-κτιστος, ον [[κτίζω]]<br />[[newly]] founded or built, Hdt., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[recens conditus]]'', [[recently founded]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.100.2/ 3.100.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτιστος Medium diacritics: νεόκτιστος Low diacritics: νεόκτιστος Capitals: ΝΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: neóktistos Transliteration B: neoktistos Transliteration C: neoktistos Beta Code: neo/ktistos

English (LSJ)

νεόκτιστον, also η, ον Pi. N.9.2:—newly founded or newly built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXX Wi.11.18:—also νεόκτιτος, ον, B. 16.126, Nonn. D. 18.294.

German (Pape)

[Seite 242] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο θέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement bâti ou fondé.
Étymologie: νέος, κτίζω.

Russian (Dvoretsky)

νεόκτιστος: 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο θέναρ Pind.; πόλις Her., Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.

English (Slater)

νεόκτιστος, -ον new founded φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)

Greek Monolingual

και νιόκτιστος και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, -η, -ον)
αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῖς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεόκτιστος: -ον και -η, -ον (κτίζω), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

νεό-κτιστος, ον κτίζω
newly founded or built, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

recens conditus, recently founded, 3.100.2.