ἐρευθέδανον: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] τό, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] τό, [[Färberröte]], [[Krapp]], Her. 4, 189; Theophr. – Über den Accent vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 403. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />garance, <i>plante qui sert à teindre en rouge</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρευθος]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[garance]], <i>plante qui sert à teindre en rouge</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρευθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρευθέδᾰνον:''' τό бот. марена красильная (Rubia tinctorum) или (естественный) ализарин, крапп: κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. окрашенный мареной. | |elrutext='''ἐρευθέδᾰνον:''' τό бот. [[марена красильная]] ([[Rubia tinctorum]]) или (естественный) [[ализарин]], [[крапп]]: κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. окрашенный мареной. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ερυθρόδανο]], το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και [[ἐρυθρόδανος]], ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:35, 4 April 2024
English (LSJ)
τό, madder, Rubia tinctorum, Hdt.4.189; of the wild form, Rubia tinctorum, Thphr. HP 9.13.6, Dsc.3.143 (ἐρευθέδανος ῥίζα Ps.-Dsc. ibid.): hence, dye made therefrom, PHolm.26.36.
German (Pape)
[Seite 1026] τό, Färberröte, Krapp, Her. 4, 189; Theophr. – Über den Accent vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 403.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
garance, plante qui sert à teindre en rouge.
Étymologie: ἔρευθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευθέδᾰνον: τό бот. марена красильная (Rubia tinctorum) или (естественный) ализарин, крапп: κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. окрашенный мареной.
Greek Monolingual
ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευθέδανον: τό, ἐρυθρόδανον, rubiatinctoria, Ἡρόδ. 4. 189, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 6.
Greek Monotonic
ἐρευθέδᾰνον: τό, το φυτό «μαγνόλια», σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐρευθέδᾰνον, ου, τό,
madder, Hdt. [from ἐρευθέω