ἄψαυστος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph. | |mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[nefas tangi]]'', [[impious to be violated]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.97.3/ 4.97.3]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 16 November 2024
English (LSJ)
ἄψαυστον,
A untouched, Hdt. 8.41, Thphr. HP 5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41.
II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).
Spanish (DGE)
-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu'on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.
German (Pape)
1 unberührt, Her. 8.41 und Folgde; nicht zu berühren, Thuc. 4.97.
2 nicht berührend, τινός Soph. O.R. 969; Ap.Rh. 2.113.
Russian (Dvoretsky)
ἄψαυστος:
1 нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2 не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3 неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
Greek Monolingual
ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.
Greek Monotonic
ἄψαυστος: -ον (ψαύω)·
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.
Middle Liddell
ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.