θηριομάχος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θηριομᾰ́χος | ||
|Medium diacritics=θηριομάχος | |Medium diacritics=θηριομάχος | ||
|Low diacritics=θηριομάχος | |Low diacritics=θηριομάχος |
Revision as of 16:14, 4 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, Tierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre les bêtes féroces.
Étymologie: θηρίον, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
θηριομάχος: Diod. θηριομάχης 2 (ᾰ) борющийся с дикими зверями (Ἡρακλῆς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.
Greek Monolingual
ο (Α θηριομάχος)
αυτός που παλεύει με άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πρόμαχος].