εξαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαμείβω]] (AM) [[αμείβω]]<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] («ἐξαμειβούσης [[ἄλλην]] [[ἄλλοτε]] χρόαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> [[παίρνω]] τη [[θέση]] άλλου («ἔργου δ' [[ἔργον]] ἐξημείβετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]], [[ανταλλάσσω]] («φόνῳ [[φόνος]] ἐξαμείβων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποσύρομαι, [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]] («κακοῖσι ποιναῑς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαμείβω]] (AM) [[αμείβω]]<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] («ἐξαμειβούσης [[ἄλλην]] [[ἄλλοτε]] χρόαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> [[παίρνω]] τη [[θέση]] άλλου («ἔργου δ' [[ἔργον]] ἐξημείβετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]], [[ανταλλάσσω]] («φόνῳ [[φόνος]] ἐξαμείβων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποσύρομαι, [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]] («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐξαμείβω (AM) αμείβω
1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)
2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)
3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)
4. διαβαίνω από έναν τόπο
αρχ.
1. αποσύρομαι, φεύγω
2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).