ὀζαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀζαίνομαι]] και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)<br />όζω, [[αποπνέω]] [[οσμή]], καλή ή κακή, [[μυρίζω]] («[[ὀζαίνομαι]] σίτου», Σώφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>ὄζω</i> «[[αναδίδω]] [[οσμή]]», [[κατά]] το [[ὀσφραίνομαι]].
|mltxt=[[ὀζαίνομαι]] και [[οζαινούμαι]], [[οζαινόομαι]] (Α)<br />όζω, [[αποπνέω]] [[οσμή]], καλή ή κακή, [[μυρίζω]] («[[ὀζαίνομαι]] σίτου», Σώφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀζ</i>- του <i>[[ὄζω]]</i> «[[αναδίδω]] [[οσμή]]», [[κατά]] το [[ὀσφραίνομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 12 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζαίνομαι Medium diacritics: ὀζαίνομαι Low diacritics: οζαίνομαι Capitals: ΟΖΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ozaínomai Transliteration B: ozainomai Transliteration C: ozainomai Beta Code: o)zai/nomai

English (LSJ)

= ὄζω (smell), c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.