δακτυλότριπτος: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δακτῠλότριπτος) -ον<br />[[usado]], [[gastado por los dedos]], [[ἄτρακτος]] <i>AP</i> 6.247 (Phil.). | |dgtxt=(δακτῠλότριπτος) -ον<br />[[usado por los dedos]], [[gastado por los dedos]], [[ἄτρακτος]] <i>AP</i> 6.247 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:25, 10 March 2024
English (LSJ)
δακτυλότριπτον, worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).
Spanish (DGE)
(δακτῠλότριπτος) -ον
usado por los dedos, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλότριπτος: стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления (ἄτρακτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.
Greek Monolingual
δακτυλότριπτος, -ον (Α)
ο τριμμένος με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -τριπτος < τρίβω.
Greek Monotonic
δακτῠλότριπτος: -ον (τρίβω), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.