σιτηγός: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitigos
|Transliteration C=sitigos
|Beta Code=sithgo/s
|Beta Code=sithgo/s
|Definition=σιτηγόν, ([[ἄγω]]) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; <b class="b3">σ. τι</b> (''[[sc.]]'' [[πλοῖον]]) ''PCair.Zen.''31.2 (iii B.C.); <b class="b3">τὰ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[πλοῖα]]) Plu. ''Galb.''13.
|Definition=σιτηγόν, ([[ἄγω]]) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα D.50.20, [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.5; <b class="b3">σ. τι</b> (''[[sc.]]'' [[πλοῖον]]) ''PCair.Zen.''31.2 (iii B.C.); <b class="b3">τὰ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[πλοῖα]]) Plu. ''Galb.''13.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:51, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηγός Medium diacritics: σιτηγός Low diacritics: σιτηγός Capitals: ΣΙΤΗΓΟΣ
Transliteration A: sitēgós Transliteration B: sitēgos Transliteration C: sitigos Beta Code: sithgo/s

English (LSJ)

σιτηγόν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.

German (Pape)

[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert au transport du blé ou des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend; subst. τὰ σιτηγά graanschepen. Plut. Galb. 13.4.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγός: доставляющий хлеб, продовольственный (πλοῖα Dem., Plut.).

Greek Monolingual

-όν, Α
(για πλοίο) σιταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

σῑτηγός: -όν (ἄγω), = σιταγωγός, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.

Middle Liddell

σῑτ-ηγός, όν [ἄγω] = σιταγωγός, Dem.]