διαίτημα: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(13_3)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.
}}
{{ls
|lstext='''δῐαίτημα''': τό, συνήθ. κατὰ πληθ., [[τροφή]], [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κανόνες ζωῆς, [[τρόπος]] ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· [[καθόλου]], ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) [[διαμονή]], [[κατοικία]], Ἡλιόδ. 2. 26.
}}
}}

Revision as of 10:55, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίτημα Medium diacritics: διαίτημα Low diacritics: διαίτημα Capitals: ΔΙΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: diaítēma Transliteration B: diaitēma Transliteration C: diaitima Beta Code: diai/thma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3.    2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.    3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.

German (Pape)

[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.