πόσθη: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(c1) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0687.png Seite 687]] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0687.png Seite 687]] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πόσθη''': ἡ, (ἴδε [[πέος]]) τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ [[ἀκροβυστία]], Διοσκ. 4. 157· ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, ([[πόσθη]]) [[κυρίως]] ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ [[λέξις]] ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, [[κωραλίσκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A membrum virile, Id.Nu.1014. II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.