μονόδους: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] μονόδοντος , [[mit nur einem Zahne]], κόραι [[τρεῖς]] μονόδοντες, Aesch. Prom. 798. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] μονόδοντος, [[mit nur einem Zahne]], κόραι [[τρεῖς]] μονόδοντες, Aesch. Prom. 798. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόδους''': μονόδοντος , ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796. | |lstext='''μονόδους''': μονόδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 08:55, 5 April 2024
English (LSJ)
μονόδοντος, ὁ, ἡ, one-toothed, A.Pr.796.
German (Pape)
[Seite 202] μονόδοντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.
French (Bailly abrégé)
μονόδοντος (ὁ, ἡ)
qui n'a qu'une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.
Russian (Dvoretsky)
μονόδους: μονόδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.
Greek (Liddell-Scott)
μονόδους: μονόδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.
Greek Monolingual
ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].
Greek Monotonic
μονόδους: μονόδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μον-όδους, μονόδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.