ἐπιτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] (s. [[τέμνω]]), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσθαι, Ael. N. A. 12, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] (s. [[τέμνω]]), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσθαι, Ael. N. A. 12, 32.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιτέμνω''': Ἰων. -[[τάμνω]]: μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. β΄ ἐπέτεμον Ἀττ., ἐπέτᾰμον Ἰων. - Χαράττω τὴν ἐπιφάνειάν τινος δι’ ὀξέος ὀργάνου, λίθῳ ὀξέϊ τὸ ἔσω τῶν χειρῶν παρὰ τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει Ἡρόδ. 3. 8· ἐπιταμόντες μαχαίρῃ 4. 70· [[σχίζω]], ἐπιτάμνων κατὰ [[μῆκος]] τὰς σάρκας ὁ αὐτ. 6. 75· [[φλέβα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· [[τραυματίζω]], ἐπ. τὴν [[σαυτοῦ]] κεφαλὴν Αἰσχίν. Περὶ Παραπρ. 33 ἐν τέλει. ― Μέσ., ἐπεὰν ἐπιτάμωνται τοὺς βραχίονας, ἐγχαράξωσιν, ὁ αὐτ. 1. 74· κατά τι, εἴς τι [[μέρος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 4. II. [[συντέμνω]], τὰ ἐπιχειρήματα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 15, 8· [[διακόπτω]], ὁ δὲ [[βασιλεύς]], ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβευτὴν ἐπιτεμών, οὐκ ἔφη προσδεῖσθαι, κτλ., Πολύβ. 28. 19, 3· ἀποσιωπῶ τι, τὰς προφάσεις ὁ αὐτ. 35. 4, 6, πρβλ. 5. 58, 3. 2) [[συντομεύω]], [[συντέμνω]], διηγοῦμαί τι ἐν συνόψει, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11 (πρβλ. [[ἐπιτομή]]): ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 16. 3) [[ἀποκόπτω]] τὴν θέαν, Μανέθων 2. 115. ― Παθ., ἀποτέμνομαι, ἀπόλλυμαι, Φίλων 2. 582. ― Κατά Σουΐδ. «ἐπιτεμνόμενος, περικόψας».
}}
}}

Revision as of 09:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέμνω Medium diacritics: ἐπιτέμνω Low diacritics: επιτέμνω Capitals: ΕΠΙΤΕΜΝΩ
Transliteration A: epitémnō Transliteration B: epitemnō Transliteration C: epitemno Beta Code: e)pite/mnw

English (LSJ)

Ion. ἐπιτάμνω, fut.

   A -τεμῶ Antyll. (v. infr.) : aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash, τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8, cf. 4.70 ; κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75 ; φλέβα Hp.Aër. 22 ; ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93:—Med., ἐπεὰν ἐπιτάμωνται τοὺς βραχίονας ἐς τὴν ὁμοχροίην Hdt.1.74 ; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.    2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.    II cut short, τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE174b29 ; λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3 ; τὰς προφάσεις Id.35.4.6, cf. 5.58.3 ; prune, Thphr.HP6.6.6.    2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—Med., Luc.Pr.Im.16:—Pass., κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U., cf. Phld.D. 3.14.    3 cut off the view, Man.2.115:—Pass., to be cut short, τὰ αὐτοσχέδια ἐ. Ph.2.582.

German (Pape)

[Seite 991] (s. τέμνω), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσθαι, Ael. N. A. 12, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέμνω: Ἰων. -τάμνω: μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. β΄ ἐπέτεμον Ἀττ., ἐπέτᾰμον Ἰων. - Χαράττω τὴν ἐπιφάνειάν τινος δι’ ὀξέος ὀργάνου, λίθῳ ὀξέϊ τὸ ἔσω τῶν χειρῶν παρὰ τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει Ἡρόδ. 3. 8· ἐπιταμόντες μαχαίρῃ 4. 70· σχίζω, ἐπιτάμνων κατὰ μῆκος τὰς σάρκας ὁ αὐτ. 6. 75· φλέβα Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· τραυματίζω, ἐπ. τὴν σαυτοῦ κεφαλὴν Αἰσχίν. Περὶ Παραπρ. 33 ἐν τέλει. ― Μέσ., ἐπεὰν ἐπιτάμωνται τοὺς βραχίονας, ἐγχαράξωσιν, ὁ αὐτ. 1. 74· κατά τι, εἴς τι μέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 4. II. συντέμνω, τὰ ἐπιχειρήματα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 15, 8· διακόπτω, ὁ δὲ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβευτὴν ἐπιτεμών, οὐκ ἔφη προσδεῖσθαι, κτλ., Πολύβ. 28. 19, 3· ἀποσιωπῶ τι, τὰς προφάσεις ὁ αὐτ. 35. 4, 6, πρβλ. 5. 58, 3. 2) συντομεύω, συντέμνω, διηγοῦμαί τι ἐν συνόψει, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11 (πρβλ. ἐπιτομή): ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 16. 3) ἀποκόπτω τὴν θέαν, Μανέθων 2. 115. ― Παθ., ἀποτέμνομαι, ἀπόλλυμαι, Φίλων 2. 582. ― Κατά Σουΐδ. «ἐπιτεμνόμενος, περικόψας».