ἀνάνιος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] dor. für [[ἀνήνιος]]. ohne Kränkung, nicht kränkend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] dor. für [[ἀνήνιος]]. [[ohne Kränkung]], [[nicht kränkend]], Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:49, 27 May 2024
English (LSJ)
ἀνάνιον, without pain: Act., not giving pain, Hsch., EM97.43. Adv. ἀνανίως ib.44. Cf. ἀνήνιος.
Spanish (DGE)
-ον
1 no doloroso Hsch., EM 97.44G., Et.Gen.773.
2 adv. ἀνανίως = sin dolor, EM 97.45G.
German (Pape)
[Seite 199] dor. für ἀνήνιος. ohne Kränkung, nicht kränkend, Sp.
French (Bailly abrégé)
2dor. c. ἀνήνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάνιος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνίας, ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ἀνίαν, ― «ἀνάνιος, ἀβλαβής, ἢ ὑπερήφανος, ἢ ἄλυπος» Ἡσύχ., ― «ἀνάνιον, ἄλυπον· κατὰ στέρησιν τῆς ἀνίας· ἀβλαβές. ― καὶ ἀνάνιος, ὑπερήφανος, ἀλύπητος, καὶ (ἐπίρρ.) ἀνανίως, τὸ ἀλύπως» Ἐτυμ. Μ. 97. 43: πρβλ. ἀνήνιος.
Greek Monolingual
ἀνάνιος, -ον (Α)
αυτός που δεν προξενεί πόνο ή θλίψη
κατά τον Ησύχιο «αβλαβής, άλυπος, υπερήφανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἄνιος «ανιαρός»].