βουλή: Difference between revisions
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(13_6b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0457.png Seite 457]] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, [[Διός]] Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ [[βουλή]] Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; [[περί]] τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0457.png Seite 457]] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, [[Διός]] Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ [[βουλή]] Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; [[περί]] τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βουλή''': ἡ, Δωρ. [[βωλά]], Ψήφισμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 21, κτλ.· Αἰολ. [[βόλλα]], Πλούτ. 2. 288Β· ― ὁ Ἡσ. ἔχει βουλᾶς ἐν τῇ αἰτ. πληθ., Θ. 534· ([[βούλομαι]])· ― [[θέλησις]], [[ἀπόφασις]], Λατ. consilium, ἰδίως τῶν θεῶν, Ἰλ. Α. 5, κτλ. 2) γνώμη, [[συμβουλή]], σχέδιον, [[σκοπός]], βουλὰς βουλεύουσι Ἰλ. Ω. 652, πρβλ. Κ. 147, 327, 415· [[καθόλου]], γνώμη, [[συμβουλή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ μάχῃ ἀνδρείαν, Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Δ. 323, Ε. 54, κτλ.· οὕτω μεταγ., [[πρᾶτος]]… καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 187· νυκτὶ βουλὴν διδόναι Ἡρόδ. 7. 12· ἐν βουλῇ ἔχειν τι ὁ αὐτ. 3. 78· βουλὴν ποιεῖσθαι = βουλεύεσθαι ὁ αὐτ. 6. 101, κτλ.· β. εἰσηγεῖσθαι Ἀνδοκ. 9. 4· β. προτιθέναι [[περί]] τινος Δημ. 292. 13· οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν, δὲν ἔχομεν κοινὸν [[ἔδαφος]], κοινὸν [[πεδίον]] σκέψεως, Πλάτ. Κρίτων. 49D· βουλῆς [[ὀρθότης]] ἡ [[εὐβουλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3· ― κατὰ πληθ., σχέδια, γνώμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 219, Θήβ. 842· ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι [[κράτιστος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 854, 878. 3) [[ἀπόφασις]], γνωμοδότησις, Λατ. auctoritas, Ἀνδοκ. 9. 4., 23. 15. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. concilium, [[συμβούλιον]] ἢ [[συνέδριον]] τῶν γερόντων ἢ προεχόντων (πρβλ. [[ἀγορά]]), βουλὴν ἷζε γερόντων Ἰλ. Β. 53, πρβλ. 202, Ὀδ. Γ. 127· ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884, πιθανῶς τὸ [[συμβούλιον]] τῆς ἀντιβασιλείας ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ βασιλέως· ― ἐν Ἀθήναις τὸ [[συνέδριον]] ἢ [[συμβούλιον]] τῶν 500, ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους, [[ὅπερ]] ἦτο πράγματι [[ἐπιτροπεία]] τις τῆς ἐκκλησίας, [[ὅπως]] παρασκευάζῃ σχέδια νόμων (προβουλεύματα) δι’ αὐτήν, κτλ., Ἡρόδ. 9. 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 590, Ἀντιφῶν 145. 27, κτλ.· κοινῶς καλουμένη ἡ βουλὴ (ἢ ἡ β. οἱ [[πεντακόσιοι]] Αἰσχίν. 56. 35, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἑτέρας ἥτις ἐκαλεῖτο ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ [[αὐτόθι]] 30)· ― οὕτω καὶ τὸ ἐν Ἄργει Συμβούλιον, Ἡρόδ. 7. 140, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, Διον. Ἁλ. 6. 69, κτλ.· ― βουλῆς [[εἶναι]], [[εἶναι]] ἐκ τῆς βουλῆς, [[μέλος]] αὐτῆς, Θουκ. 3. 70 ([[ὅθεν]] ὁ Σχολ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἐσχημάτισαν οὐσιαστ. βουλῆς, ὁ)· ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ρωμαίων Παυσ. 5. 20, 8· ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς ὁ αὐτ. 7. 11, 1. Πρβλ. Ἄρειος [[πάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Dor. βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, Aeol. βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.
A βουλᾰς Hes.Th.534: (βούλομαι):— will, determination, esp. of the gods, Il.1.5, etc. 2 counsel, design, βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.; κακὴ β. Hes.Op.266; πρᾶτος . . καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658 (Ithaca); νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12 (but ἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35); ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.; β. διδόναι X. Cyr.7.2.26; β. προτιθέναι περί τινος D.18.192; β. ἄγειν Polyaen.7.39; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον . . D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri.49d; βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN1142b16: in pl., counsels, A.Pr.221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716. 3 deliberation, Arist.EN1112a19, D.9.46. 4 decree, β. εἰσηγεῖσθαι And.1.61; β. ἄκυρον θεῖναι Id.2.28. II Council of elders, Senate, βουλὴν ἷζε γερόντων Il.2.53, cf. Od.3.127, A.Ag.884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (or ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; also β. ἀπὸ κυάμου Th.8.66); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. βουλῆς, ὁ) ; ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8; ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, Διός Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; περί τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung.
Greek (Liddell-Scott)
βουλή: ἡ, Δωρ. βωλά, Ψήφισμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 21, κτλ.· Αἰολ. βόλλα, Πλούτ. 2. 288Β· ― ὁ Ἡσ. ἔχει βουλᾶς ἐν τῇ αἰτ. πληθ., Θ. 534· (βούλομαι)· ― θέλησις, ἀπόφασις, Λατ. consilium, ἰδίως τῶν θεῶν, Ἰλ. Α. 5, κτλ. 2) γνώμη, συμβουλή, σχέδιον, σκοπός, βουλὰς βουλεύουσι Ἰλ. Ω. 652, πρβλ. Κ. 147, 327, 415· καθόλου, γνώμη, συμβουλή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ μάχῃ ἀνδρείαν, Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Δ. 323, Ε. 54, κτλ.· οὕτω μεταγ., πρᾶτος… καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 187· νυκτὶ βουλὴν διδόναι Ἡρόδ. 7. 12· ἐν βουλῇ ἔχειν τι ὁ αὐτ. 3. 78· βουλὴν ποιεῖσθαι = βουλεύεσθαι ὁ αὐτ. 6. 101, κτλ.· β. εἰσηγεῖσθαι Ἀνδοκ. 9. 4· β. προτιθέναι περί τινος Δημ. 292. 13· οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν, δὲν ἔχομεν κοινὸν ἔδαφος, κοινὸν πεδίον σκέψεως, Πλάτ. Κρίτων. 49D· βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3· ― κατὰ πληθ., σχέδια, γνώμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 219, Θήβ. 842· ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 854, 878. 3) ἀπόφασις, γνωμοδότησις, Λατ. auctoritas, Ἀνδοκ. 9. 4., 23. 15. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. concilium, συμβούλιον ἢ συνέδριον τῶν γερόντων ἢ προεχόντων (πρβλ. ἀγορά), βουλὴν ἷζε γερόντων Ἰλ. Β. 53, πρβλ. 202, Ὀδ. Γ. 127· ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884, πιθανῶς τὸ συμβούλιον τῆς ἀντιβασιλείας ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ βασιλέως· ― ἐν Ἀθήναις τὸ συνέδριον ἢ συμβούλιον τῶν 500, ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους, ὅπερ ἦτο πράγματι ἐπιτροπεία τις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως παρασκευάζῃ σχέδια νόμων (προβουλεύματα) δι’ αὐτήν, κτλ., Ἡρόδ. 9. 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 590, Ἀντιφῶν 145. 27, κτλ.· κοινῶς καλουμένη ἡ βουλὴ (ἢ ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Αἰσχίν. 56. 35, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἑτέρας ἥτις ἐκαλεῖτο ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ αὐτόθι 30)· ― οὕτω καὶ τὸ ἐν Ἄργει Συμβούλιον, Ἡρόδ. 7. 140, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, Διον. Ἁλ. 6. 69, κτλ.· ― βουλῆς εἶναι, εἶναι ἐκ τῆς βουλῆς, μέλος αὐτῆς, Θουκ. 3. 70 (ὅθεν ὁ Σχολ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἐσχημάτισαν οὐσιαστ. βουλῆς, ὁ)· ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ρωμαίων Παυσ. 5. 20, 8· ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς ὁ αὐτ. 7. 11, 1. Πρβλ. Ἄρειος πάγος.