ἐκσείω: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(13_4) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0778.png Seite 778]] (s. [[σείω]]), heraus-, abschütteln; Her. 4, 64; ἐκσέσεισται [[χαμᾶζε]] Ar. Ach. 343; τὴν ἐσθῆτα, ausschütteln, Plut. Anton. 79; Timol. 15; θορύβοις τὴν ἀπολογίαν, verwerfen, D. Sic. 18, 66; τινά τινος, Plut. Anton. 14 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0778.png Seite 778]] (s. [[σείω]]), heraus-, abschütteln; Her. 4, 64; ἐκσέσεισται [[χαμᾶζε]] Ar. Ach. 343; τὴν ἐσθῆτα, ausschütteln, Plut. Anton. 79; Timol. 15; θορύβοις τὴν ἀπολογίαν, verwerfen, D. Sic. 18, 66; τινά τινος, Plut. Anton. 14 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκσείω''': [[σείω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[ἐκτινάσσω]], περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, [[τινάσσω]] τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ [[τρίβων]]) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων [[δόξα]] Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A shake out or off, τῆς κεφαλῆς ἐ. [τὸ δέρμα] Hdt.4.64; ἐ. τὴν ἐσθῆτα shake out one's clothes, Plu.Ant.79:—Pass., ἐκσέσεισται χαμᾶζ (sc. ὁ τρίβων) Ar.Ach.344, cf. Gal.7.624. II drive out or forth, τῶν λογισμῶν ἐ. τινά Plu.Ant.14 ; ἐ. τὴν ἀπολογίαν reject it, D.S.18.66.
German (Pape)
[Seite 778] (s. σείω), heraus-, abschütteln; Her. 4, 64; ἐκσέσεισται χαμᾶζε Ar. Ach. 343; τὴν ἐσθῆτα, ausschütteln, Plut. Anton. 79; Timol. 15; θορύβοις τὴν ἀπολογίαν, verwerfen, D. Sic. 18, 66; τινά τινος, Plut. Anton. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσείω: σείω πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτινάσσω, περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, τινάσσω τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ τρίβων) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων δόξα Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66.