διαφαίνω: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(13_7_1) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] (s. [[φαίνω]]), <b class="b2">durchscheinenlassen</b>; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; <b class="b2">zeigen</b>, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst <b class="b2">intrans</b>., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; [[ἤδη]] διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, <b class="b2">anbrach</b>, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε [[πυρά]] Pind. P. 3, 44. – Pass., <b class="b2">hindurchscheinen, sichtbar werden</b>: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]] (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 <b class="b2">sich zeigen</b>, Thuc. 1, 19 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] (s. [[φαίνω]]), <b class="b2">durchscheinenlassen</b>; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; <b class="b2">zeigen</b>, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst <b class="b2">intrans</b>., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; [[ἤδη]] διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, <b class="b2">anbrach</b>, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε [[πυρά]] Pind. P. 3, 44. – Pass., <b class="b2">hindurchscheinen, sichtbar werden</b>: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]] (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 <b class="b2">sich zeigen</b>, Thuc. 1, 19 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε [[πρόσωπον]] Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν [[φύσεις]] Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. [[χῶρος]], ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· [[μέλαν]] τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) [[λάμπω]], εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ [[ἐπίσημος]] μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι [[διαφανής]], Φιλήμ. Συνεφ. 1· [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
A show through, let a thing be seen through, τὴν λευκότητα δ. Arist.GA735b20; Ἀὼς καλὸν διέφαινε πρόσωπον Theoc.18.26; δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1. 2 allow light to pass, Hero Aut. 27.1. 3 convey (to the reader), κατασκευήν Phld.Po.2.35. II Pass., show through, νεκύων δ. χῶρος showed clear of dead bodies, Il. 8.491; to be seen through a transparent substance, Hdt.3.24; μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον impervious to light, Arist.GA780a34, cf.Pr.936a8; λίθος διαφαινόμενος transparent stone, Agatharch.82. 2 to glow, to be red-hot, μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Od.9.379. 3 metaph., to be proved, show itself, ἐν πείρα τέλος -εται Pi.N.3.71, cf. Th.2.51; to be conspicuous, δυνάμει ταῦτα μέγιστα διεφάνη Id.1.18; stand out, excel, πάνθ' ἁπλῶς ἂ διαφαίνεται prob. in Phld.Po.5.4. III intr., show light through, to be transparent, ἱμάτια -οντα Philem.81; dawn, ἡμέρης -ούσης Hdt.7.219, cf. 8.83: metaph., shine through, τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τοῦ προσώπου διαφαίνει X.Mem.3.10.5. 2 πυρὰ διέφᾱνε (Dor. aor. 1) the pyre parted its flames, so as to allow a passage, Pi.P.3.44 (v.l. -φαινε).
German (Pape)
[Seite 609] (s. φαίνω), durchscheinenlassen; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; zeigen, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst intrans., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; ἤδη διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, anbrach, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε πυρά Pind. P. 3, 44. – Pass., hindurchscheinen, sichtbar werden: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 sich zeigen, Thuc. 1, 19 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε πρόσωπον Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. χῶρος, ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) λάμπω, εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ ἐπίσημος μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι διαφανής, Φιλήμ. Συνεφ. 1· διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἡμέρα, ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78.