σκαληνός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, [[ἀταρπός]], Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz [[ἰσοσκελής]], Plat. Euthyphr. 12 d; [[τρίγωνον]], ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; [[φλέψ]], die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, [[ἀταρπός]], Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz [[ἰσοσκελής]], Plat. Euthyphr. 12 d; [[τρίγωνον]], ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; [[φλέψ]], die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''σκᾰληνός''': -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, [[ἀνώμαλος]], [[ἄνισος]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., [[ἀκανόνιστος]], [[ἀνώμαλος]], σκολιὰ [[ἀτραπός]], Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. [[φλέψ]], λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - [[ἀριθμὸς]] σκ., περιττὸς [[ἀριθμὸς]] (ἴδε [[ἰσοσκελής]]), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς [[τρεῖς]] πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. [[σκαληνής]], Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκολιός]]).
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰληνός Medium diacritics: σκαληνός Low diacritics: σκαληνός Capitals: ΣΚΑΛΗΝΟΣ
Transliteration A: skalēnós Transliteration B: skalēnos Transliteration C: skalinos Beta Code: skalhno/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Leon. ap. Stob.4.52.28:—

   A uneven, unequal, rough, Democr. ap. Thphr.Sens.66, Epicur.Ep.2p.50U.; ἀταρπὸς σ. a rugged path, Leon. l.c.; σ. φλέψ a slanting vein, Hp.Anat.1; ἀριθμὸς σ. odd number (v. ἰσοσκελής), Pl.Euthphr. 12d, cf. Nicom.Ar.2.16; τρίγωνον σ. a triangle with unequal sides, Ti.Locr.98b, cf. Call.Iamb.1.125; τὸ σ. Arist.APo.84b7; κῶνος σ. oblique cone, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.3; cf. σκαληνής. (Prob.akin to σκολιός.)

German (Pape)

[Seite 888] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, ἀταρπός, Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz ἰσοσκελής, Plat. Euthyphr. 12 d; τρίγωνον, ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; φλέψ, die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνός: -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, ἀνώμαλος, ἄνισος, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., ἀκανόνιστος, ἀνώμαλος, σκολιὰ ἀτραπός, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. φλέψ, λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - ἀριθμὸς σκ., περιττὸς ἀριθμὸς (ἴδε ἰσοσκελής), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς τρεῖς πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. σκαληνής, Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ σκολιός).