ὑποσύρω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(13_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] unten od. nach unten wegziehen; ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plut. Pyrrh. 28; ὑποσύρεσθαι νηδύν, abführen, Nic. Al. 367; – ὑποσύρειν τὴν γραφήν, zusammenziehen, D. Hal. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1234.png Seite 1234]] unten od. nach unten wegziehen; ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plut. Pyrrh. 28; ὑποσύρεσθαι νηδύν, abführen, Nic. Al. 367; – ὑποσύρειν τὴν γραφήν, zusammenziehen, D. Hal. 1, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀνασπώντων τῶν Γαλατῶν τοὺς τροχοὺς καὶ ὑποσυρόντων τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμὸν Πλουτ. Πύρρ. 28· ὑπέσυρε τὰ σκέλη, ὑπεσκέλισε, Διόδ. 17. 100· ὑποσ., τὸν [[πόδα]] Λουκ. Ἀνάχ. 27· ὑποσ. τινὰ Πλούτ. 2. 446Β. - Μέσ., [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτὸν [[κάτω]], [[ὑποσκάπτω]], ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]], χώματα Ἀππ. Μιθρ. 76· ὑποσύρεσθαι νηδύν, καθαίρειν διὰ καθαρσίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 365. ΙΙ. μεταφορ., [[σύρω]] κατὰ μικρόν, [[παρασύρω]], τινὰ εἰς ἀταξίαν Κλήμ. Ἀλεξ. 187, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 241. 2) [[ὑποβιβάζω]], ἐλαττώνω, [[συντέμνω]], τὴν γραφὴν Διον. Ἁλ. 1. 7· τὸ [[νόσημα]], τὸν ὄγκον Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 743Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A drag down, τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plu.Pyrrh. 28; ὑ. τὰ σκέλη trip them up, D.S.17.100; ὑ. τὸν πόδα Luc.Anach. 27:—Pass., ὑποσῠρέντων τῶν ἵππων if the horses were tripped up, Sch. Il.Oxy.221 xii 33; ὑπεσύρησαν εἰς τὸ βαθὺ τῆς λίμνης Ach.Tat.4.14: metaph., ὑποσῠρῆναι εἰς τὸν ἔσχατον μεριστόν to be brought down, Dam. Pr.106; ὅταν . . οἱ κάμνοντες εἰς τὴν τοιαύτην ὑποσύρωνται τοῦ σώματος διάθεσιν Gal.15.607:—Med., draw off downwards, undermine, χώματα App.Mith.76 (so the Act., v. l. in J.BJ2.19.5); ὑποσύρεσθαι νηδύν purge, Nic.Al.367 (so in Pass., ὑποσυρέσθω ἡ κοιλία Archig. ap. Aët.6.7). II metaph., trip up, Plu.2.446b (Pass.); draw away gradually, seduce, in Pass., S.E.M.8.241, Gal.1.317, 17(1).619; entrance, beguile, τὴν ἀκοήν Procop.Gaz.Ep.128 (Act.), 33 (Pass.). 2 reduce, diminish, abridge, τὴν γραφήν D.H.1.7 (v.l. for ἐπι-).
German (Pape)
[Seite 1234] unten od. nach unten wegziehen; ἁμάξας εἰς τὸν ποταμόν Plut. Pyrrh. 28; ὑποσύρεσθαι νηδύν, abführen, Nic. Al. 367; – ὑποσύρειν τὴν γραφήν, zusammenziehen, D. Hal. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ κάτω, ἀνασπώντων τῶν Γαλατῶν τοὺς τροχοὺς καὶ ὑποσυρόντων τὰς ἁμάξας εἰς τὸν ποταμὸν Πλουτ. Πύρρ. 28· ὑπέσυρε τὰ σκέλη, ὑπεσκέλισε, Διόδ. 17. 100· ὑποσ., τὸν πόδα Λουκ. Ἀνάχ. 27· ὑποσ. τινὰ Πλούτ. 2. 446Β. - Μέσ., σύρω πρὸς ἐμαυτὸν κάτω, ὑποσκάπτω, ἀφαιρῶ κάτωθεν, χώματα Ἀππ. Μιθρ. 76· ὑποσύρεσθαι νηδύν, καθαίρειν διὰ καθαρσίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 365. ΙΙ. μεταφορ., σύρω κατὰ μικρόν, παρασύρω, τινὰ εἰς ἀταξίαν Κλήμ. Ἀλεξ. 187, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 241. 2) ὑποβιβάζω, ἐλαττώνω, συντέμνω, τὴν γραφὴν Διον. Ἁλ. 1. 7· τὸ νόσημα, τὸν ὄγκον Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 743Ε.