κεραΐζω: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] (mit [[κείρω]] zusammenhangend, nach den Alten aber eigtl. ἐπὶ φθορᾶς τῆς ἐκ τῶν ζώων κερασφόρων), von Grund aus zerstören, verwüsten, plündern; vom Löwen, σταθμοὺς κεραΐζων Il. 5, 556. 16, 752; πόλιν 16, 830 Od. 8, 516; pass. neben [[ἀλαπάζω]] Il. 24, 245; [[ἄστυ]] Her. 1, 88; τὰ χρήματα, von Dieben, 2, 121; Sp.; – von lebenden Wesen, umbringen, morden; Τρῶας Il. 2, 860, vgl. 21, 129; θῆρας Pind. P. 9, 21; νυμφιδίους εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Eur. Alc. 889; οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον μούνας Her. 7, 125; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ , vertreiben, 1, 159; von Schiffen, in Grund bohren, 8, 86. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] (mit [[κείρω]] zusammenhangend, nach den Alten aber eigtl. ἐπὶ φθορᾶς τῆς ἐκ τῶν ζώων κερασφόρων), von Grund aus zerstören, verwüsten, plündern; vom Löwen, σταθμοὺς κεραΐζων Il. 5, 556. 16, 752; πόλιν 16, 830 Od. 8, 516; pass. neben [[ἀλαπάζω]] Il. 24, 245; [[ἄστυ]] Her. 1, 88; τὰ χρήματα, von Dieben, 2, 121; Sp.; – von lebenden Wesen, umbringen, morden; Τρῶας Il. 2, 860, vgl. 21, 129; θῆρας Pind. P. 9, 21; νυμφιδίους εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Eur. Alc. 889; οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον μούνας Her. 7, 125; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ , vertreiben, 1, 159; von Schiffen, in Grund bohren, 8, 86. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κερᾰΐζω''': Ἐπ. παρατ. κεράϊζον Ὅμ.· μέλλ. -ίξω, Χρησμ. Σιβυλ. 3. 466· ἀόρ. ἐκεράϊσα Ἡρόδ. 2. 115, -ϊξα Νόνν. Δ. 23. 21· ([[κείρω]]). Δῃῶ, λεηλατῶ, πορθῶ, [[διαρπάζω]], [[καταστρέφω]], ἐρημώνω, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. ΙΙ. 752· πόλιν κεραϊξέμεν ἁμὴν Π. 830, πρβλ. Ὀδ. Θ. 516, κτλ.· τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Ἡρόδ. 1. 88· τὰ [[οἰκία]] τοῦ ξείνου ὁ αὐτ. 2. 115· ― Παθ., θαλάμους κεραϊζομένους Ἰλ. Χ. 62· σπάνιον παρ’ Ἀττ., εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Εὐρ. Ἄλκ. 886, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 41. 2) ἐπὶ πλοίων, [[καταβυθίζω]], [[καταστρέφω]], Ἡρόδ. 8. 91, πρβλ. 86. 3) ἐπὶ ἐμψύχων, [[προσβάλλω]] ἀγρίως, [[φονεύω]], [[κατασφάζω]], Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Ἰλ. Β. 861, πρβλ. Φ. 129· θῆρας Πινδ. Π. 9. 39· οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Ἡρόδ. 7. 125. ΙΙ. [[ἁρπάζω]] τι καὶ [[φέρω]] αὐτὸ ὡς λείαν, τὰ χρήματα ὁ αὐτ. 2. 121, 2· τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ ὁ αὐτ. 1. 159. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf.
A κεράϊζον Hom. (v. infr.): fut. inf. κεραϊξέμεν Il. 16.830: aor. ἐκεράϊσα Hdt.2.115, -ϊξα Nonn. D.23.21: (κείρω):— ravage, plunder, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557, cf. 16.752; πόλιν κεραϊξέμεν ἁμήν ib.830, cf. Od.8.516, Parth.21.1, etc.; τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Hdt.1.88; τὰ οἰκία τοῦ ξείνου Id.2.115; οἰκίας J.BJ6.8.5; τοὺς σωροὺς τῶν δραγμάτων Ael.NA6.41:—Pass., θαλάμους κεραϊζομένους Il.22.63; εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας E.Alc.886 (anap.). 2 of ships, sink, disable, Hdt.8.91, cf. 86 (Pass.). 3 of living beings, slaughter, Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Il.2.861, cf. 21.129; θῆρας Pi.P. 9.21; οἱ [λέοντες] τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Hdt.7.125. II carry off as plunder, [τὰ χρήματα] Id.2.121. β'; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ Id.1.159. III exalt, uplift, opp. ἀμαλδύνω, dub. in Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 1419] (mit κείρω zusammenhangend, nach den Alten aber eigtl. ἐπὶ φθορᾶς τῆς ἐκ τῶν ζώων κερασφόρων), von Grund aus zerstören, verwüsten, plündern; vom Löwen, σταθμοὺς κεραΐζων Il. 5, 556. 16, 752; πόλιν 16, 830 Od. 8, 516; pass. neben ἀλαπάζω Il. 24, 245; ἄστυ Her. 1, 88; τὰ χρήματα, von Dieben, 2, 121; Sp.; – von lebenden Wesen, umbringen, morden; Τρῶας Il. 2, 860, vgl. 21, 129; θῆρας Pind. P. 9, 21; νυμφιδίους εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Eur. Alc. 889; οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον μούνας Her. 7, 125; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ , vertreiben, 1, 159; von Schiffen, in Grund bohren, 8, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰΐζω: Ἐπ. παρατ. κεράϊζον Ὅμ.· μέλλ. -ίξω, Χρησμ. Σιβυλ. 3. 466· ἀόρ. ἐκεράϊσα Ἡρόδ. 2. 115, -ϊξα Νόνν. Δ. 23. 21· (κείρω). Δῃῶ, λεηλατῶ, πορθῶ, διαρπάζω, καταστρέφω, ἐρημώνω, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. ΙΙ. 752· πόλιν κεραϊξέμεν ἁμὴν Π. 830, πρβλ. Ὀδ. Θ. 516, κτλ.· τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Ἡρόδ. 1. 88· τὰ οἰκία τοῦ ξείνου ὁ αὐτ. 2. 115· ― Παθ., θαλάμους κεραϊζομένους Ἰλ. Χ. 62· σπάνιον παρ’ Ἀττ., εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας Εὐρ. Ἄλκ. 886, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 41. 2) ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 8. 91, πρβλ. 86. 3) ἐπὶ ἐμψύχων, προσβάλλω ἀγρίως, φονεύω, κατασφάζω, Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Ἰλ. Β. 861, πρβλ. Φ. 129· θῆρας Πινδ. Π. 9. 39· οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Ἡρόδ. 7. 125. ΙΙ. ἁρπάζω τι καὶ φέρω αὐτὸ ὡς λείαν, τὰ χρήματα ὁ αὐτ. 2. 121, 2· τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ ὁ αὐτ. 1. 159.