μιαιφόνος: Difference between revisions
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(13_6a) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] mit <b class="b2">Mordbesudelt</b>, blutbefleckt; Ares, Il. 5, 31 u. öfter; [[ἄναλκις]] [[μᾶλλον]] ἢ [[μιαιφόνος]], Aesch. Prom. 870; μιαιφόνοι γάμοι, Soph. El. 483; Achilleus, Eur. Hec. 24; [[Σφίγξ]], Phoen. 1748, öfter; auch übertr., οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα, Med. 266; Κυψέλου μιαιφονώτερος, Her. 5, 92; dem ἀδικώτερον entsprechend, ibd.; Tim. Locr. 104 e; Xen. u. Folgde; – μιαιφονώτατα, D. C. 79, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] mit <b class="b2">Mordbesudelt</b>, blutbefleckt; Ares, Il. 5, 31 u. öfter; [[ἄναλκις]] [[μᾶλλον]] ἢ [[μιαιφόνος]], Aesch. Prom. 870; μιαιφόνοι γάμοι, Soph. El. 483; Achilleus, Eur. Hec. 24; [[Σφίγξ]], Phoen. 1748, öfter; auch übertr., οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα, Med. 266; Κυψέλου μιαιφονώτερος, Her. 5, 92; dem ἀδικώτερον entsprechend, ibd.; Tim. Locr. 104 e; Xen. u. Folgde; – μιαιφονώτατα, D. C. 79, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μιαιφόνος''': -ον, ὁ φόνοις μιαινόμενος, [[αἱμοχαρής]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ε. 31, 355, 844, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], μεμιασμένος αἵματι, [[ἔνοχος]] αἵματος, Τραγ.· πρβλ. [[μίασμα]]· [[μετὰ]] γεν., τέκνων μιαιφόνε, μεμιασμένη διὰ τοῦ αἵματος τῶν τέκνων σου, Εὐρ. Μήδ. 1346. - Συγκρ. -ώτερος Ἡρόδ. 5. 92, 1, Εὐρ. Μήδ. 266· ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 881. Ἐπίρρ. -ως, Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 222· ὑπερθετ. -ώτατα, Δίων Κ. 79. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (parox.)
A bloodthirsty, murderous, in Il. always epith. of Ares, 5.31, 455, 844, al.: coupled with θρασύχειρ, B.Scol.Oxy.5.1; μ. μύσος pollution of murder, E.Andr.335: c. gen., μ. τέκνων murderess of thy children, Id.Med.1346: Comp. -ώτερος Hdt.5.92.ά, E.Med.266: Sup. -ώτατος Id.Tr.881. Adv. μῐαιφόν-νως Memn. 1.4: Sup. -ώτατα D.C.79.3.
German (Pape)
[Seite 182] mit Mordbesudelt, blutbefleckt; Ares, Il. 5, 31 u. öfter; ἄναλκις μᾶλλον ἢ μιαιφόνος, Aesch. Prom. 870; μιαιφόνοι γάμοι, Soph. El. 483; Achilleus, Eur. Hec. 24; Σφίγξ, Phoen. 1748, öfter; auch übertr., οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα, Med. 266; Κυψέλου μιαιφονώτερος, Her. 5, 92; dem ἀδικώτερον entsprechend, ibd.; Tim. Locr. 104 e; Xen. u. Folgde; – μιαιφονώτατα, D. C. 79, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μιαιφόνος: -ον, ὁ φόνοις μιαινόμενος, αἱμοχαρής, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ε. 31, 355, 844, κτλ.· ἐντεῦθεν, μεμιασμένος αἵματι, ἔνοχος αἵματος, Τραγ.· πρβλ. μίασμα· μετὰ γεν., τέκνων μιαιφόνε, μεμιασμένη διὰ τοῦ αἵματος τῶν τέκνων σου, Εὐρ. Μήδ. 1346. - Συγκρ. -ώτερος Ἡρόδ. 5. 92, 1, Εὐρ. Μήδ. 266· ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 881. Ἐπίρρ. -ως, Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 222· ὑπερθετ. -ώτατα, Δίων Κ. 79. 3.